- κακήν
- κακόςbadfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάκην — κάκη wickedness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακηγκάκως — (Α, Μ κακεγκάκως και κακιγκάκως) επίρρ. κακήν κακώς, άθλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προήλθε από εκφράσεις που λέγονταν αρχικά μόνο για θηλυκά, π.χ. τὴν ἐξολόθρευσε, κακήν (οὖσαν), κακῶς] … Dictionary of Greek
CERBERUS — a Poêtis fingitur canis triceps; inferorum custos, quem ab Hercule catenâ ab inferis tractum esse iidem fabulantur. Virgil. Aen. l. 6. v. 417. Cerberus haec ingens latratu regna trifauci Personat, adverso recubans immams in antro. Tibullus, l. 3 … Hofmann J. Lexicon universale
MASAESYLIA — regio Libyae, Maurusiis contermina Steph. populi Masaesylii. Dionys. v. 187. Ε῎νςθα Μασαισύλιοί τε καὶ ἀγρόνομοι Μασυλῆες Βόσκονται σὺν παισὶν ἀν᾿ ἤπειρόν τε καὶ ὅλην, Μαιόμενοι βιότοιο κακὴν και ἀεικέα ςθήρην. Οὐ γὰρ γειομόροιο τομήν ἐδάησαν… … Hofmann J. Lexicon universale
NOMADES — I. NOMADES Africae populi inter Zeugitanam regionem et Mauritaniam siti, qui postea literis aliquot mutatis Numidae appellati sunt. Hos scribit Sallustius Bell. Iugurth. c. 18. ex Persis ortum eraxisse, qui Herculem in Hispaniam comitati sunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
μελεδαίνω — (Α) [μελεδών] 1. μεριμνώ για κάτι, επιμελούμαι κάτι, φροντίζω («ἐμπίομαι, πενίης θυμοφθόρου οὐ μελεδαίνων», Θέογν.) 2. (με απρμφ.) έχω κατά νου, σκοπεύω να κάνω κάτι («γῆμαι δὲ κακὴν κακοῡ οὐ μελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ», Θέογν.) 3. θεραπεύω,… … Dictionary of Greek
σκουπόξυλο — το, Ν 1. μακρύ λεπτό ξύλο στην άκρη τού οποίου στερεώνεται η σκούπα 2. φρ. «θα μάς πάρουν [ή θα μάς δείρουν] με τα σκουπόξυλα» θα μάς διώξουν κακήν κακώς, θα μάς προγκίξουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούπα + ξύλο] … Dictionary of Greek